στο λεξικό PONS
col·umn [ˈkɒləm, αμερικ ˈkɑ:-] ΟΥΣ
1. column (pillar):
2. column (narrow vertical shape):
3. column ΣΤΡΑΤ, ΝΑΥΣ (formation):
4. column ΤΥΠΟΓΡ:
-
- Textspalte θηλ
5. column (article):
ad·ˈvice col·umn ΟΥΣ αμερικ (agony column)
ˈgos·sip col·umn ΟΥΣ
cor·re·ˈspond·ence col·umn ΟΥΣ βρετ
ˈcred·it col·umn ΟΥΣ
con·ˈtrol col·umn ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
debit column ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Debetspalte θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
water column [ˈwɔːtəˌkɒləm] ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
lighting column βρετ, light pole αμερικ ΥΠΟΔΟΜΉ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈcol·umn drill ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.