στο λεξικό PONS
ac·ci·dent as·ˈsis·tance ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
as·sis·tance [əˈsɪstən(t)s] ΟΥΣ no pl
ac·ci·dent [ˈæksɪdənt] ΟΥΣ
1. accident (with injury):
2. accident (without intention):
3. accident (chance):
4. accident (mishap):
5. accident ευφημ (defecation):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accident assistance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.