στο λεξικό PONS
 
 high·ly [ˈhaɪli] ΕΠΊΡΡ
-  highly
 -  hoch-
 
-  this was a highly-publicized case
 -  
 
-  highly amusing
 -  
 
-  highly contagious
 -  
 
-  highly questionable
 -  
 
-  highly-skilled
 -  
 
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
 highly competitive ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  highly competitive
 -  
 
highly liquid ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  highly liquid
 -  
 
highly efficient ΕΠΊΘ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
-  highly efficient
 -  
 
highly weighted ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  highly weighted
 -  
 
highly leveraged institution ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-  highly leveraged institution
 -  
 
-  highly leveraged institution
 -  
 
 
 Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-  
 -  highly qualified
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.