Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inconsidéré (inconsidérée) [ɛ̃kɔ̃sideʀe] ΕΠΊΘ
1. inconsidéré (irréfléchi):
2. inconsidéré (excessif):
I. avisé (avisée) [avize] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
avisé → aviser
II. avisé (avisée) [avize] ΕΠΊΘ
I. aviser [avize] ΡΉΜΑ μεταβ
II. aviser [avize] ΡΉΜΑ αμετάβ (réfléchir)
I. inspiré (inspirée) [ɛ̃spiʀe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
inspiré → inspirer
II. inspiré (inspirée) [ɛ̃spiʀe] ΕΠΊΘ
inspiré auteur, artiste, œuvre:
I. inspirer [ɛ̃spiʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. inspirer (donner de l'inspiration à):
3. inspirer (susciter):
III. s'inspirer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'inspirer (prendre son inspiration):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.