Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. folk [βρετ fəʊk, αμερικ foʊk] ΟΥΣ
II. folks ΟΥΣ ουσ πλ οικ
III. folk [βρετ fəʊk, αμερικ foʊk] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. folk (traditional):
- folk dance, dancing, song, singer, music, tale
-
- folk art, culture, tradition
-
folk etymology ΟΥΣ
- folk etymology
-
folk medicine ΟΥΣ
- folk medicine
-
folk memory ΟΥΣ
- folk memory
-
στο λεξικό PONS
-
- folk
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.