Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
ill-fated ΕΠΊΘ
- ill-fated expedition, enterprise, person
-
fate [βρετ feɪt, αμερικ feɪt] ΟΥΣ
1. fate (controlling power):
3. fate (destiny):
- inexorable logic, advance, progress, fate
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.