Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
among [βρετ əˈmʌŋ, αμερικ əˈməŋ], amongst [əˈmʌŋst] ΠΡΌΘ
1. among (amidst):
2. among (affecting a particular group):
3. among (one of):
4. among (between):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.