I.porté (portée) [pɔʀte] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
porté → porter
II.porté (portée) [pɔʀte] ΕΠΊΘ
III.porté ΟΥΣ αρσ
IV.portée ΟΥΣ θηλ
2. portée (niveau):
- c'est à ta portée (compréhensible)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.