στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. naturale [natuˈrale] ΕΠΊΘ
1. naturale legge, diritto, storia, confine, gas:
II. naturali ΟΥΣ αρσ πλ (indigeni)
- naturali
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.