στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
naturalistico <πλ naturalistici, naturalistiche> [naturaˈlistiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
1. naturalistico (relativo alle scienze naturali):
- naturalistico ricerche
-
2. naturalistico:
- naturalistico ΛΟΓΟΤ, ΤΈΧΝΗ, ΦΙΛΟΣ romanzo, filosofia
-
-
- naturalistico
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.