στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. elevato [eleˈvato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
elevato → elevare
II. elevato [eleˈvato] ΕΠΊΘ
1. elevato (alto):
2. elevato (importante):
I. elevare [eleˈvare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. elevare casa:
2. elevare (innalzare, sollevare):
4. elevare (promuovere):
II. elevarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
2. elevarsi (alzarsi, sollevarsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.