Oxford Spanish Dictionary
hombre1 ΟΥΣ αρσ
1. hombre (varón):
2. hombre (especie humana):
hombre2 ΕΠΙΦΏΝ
στο λεξικό PONS
lobo (-a) ΟΥΣ αρσ (θηλ)
I. hombre ΟΥΣ αρσ
1. hombre (varón):
I. hombre [ˈom·bre] ΟΥΣ αρσ
1. hombre (varón):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.