στο λεξικό PONS
tä·tig [ˈtɛ:tiç] ΕΠΊΘ
1. tätig (beschäftigt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
unternehmerisch tätig phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.