I. un·ent·wegt [ʊnʔɛntˈve:kt] ΕΠΊΘ
II. un·ent·wegt [ʊnʔɛntˈve:kt] ΕΠΊΡΡ
- unentwegt
-
- unentwegt
-
-
- unentwegt
-
- unentwegt
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.