στο λεξικό PONS
Me·tho·de <-, -n> [meˈto:də] ΟΥΣ θηλ
1. Methode (bestimmtes Verfahren):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
VR-Methode ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- VR-Methode (Vermögensrentabilitätsmethode)
-
holländische Methode ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
- holländische Methode (Mittel der Geldmarktpolitik)
-
Delphi-Methode ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Delphi-Methode (Methode, durch die Mobilisierung von Erfahrungswissen Entwicklungstrends aufzuzeigen)
-
Equity-Methode ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
TRM-Methode ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- TRM-Methode (Teichroew-Robichek-Montalbano-Methode, eine Sollzinsmethode)
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- nachhaltige Methode
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.