Mann·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Mannschaft ΑΘΛ:
- Mannschaft
-
2. Mannschaft (Schiffs- o Flugzeugbesatzung):
- Mannschaft
-
3. Mannschaft (Gruppe von Mitarbeitern):
- ersatzgeschwächt Mannschaft
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.