be·trü·ge·risch [bəˈtry:gərɪʃ] ΕΠΊΘ μειωτ
betrügerisch ΕΠΊΘ
- betrügerische Vermögensverschiebung
-
- betrügerische/unlautere Machenschaft
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.