I. münd·lich [ˈmʏntlɪç] ΕΠΊΘ
II. münd·lich [ˈmʏntlɪç] ΕΠΊΡΡ
- mündlich
-
- mündlich/schriftlich geprüft werden
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.