στο λεξικό PONS
Tem·pi [ˈtempi]
1. Tempi πλ: Tempo
2. Tempi τυπικ:
- Tempi passati (vergangene Zeiten)
-
Tem·po1 <-s, -s [o. ειδικ ορολ Tempi]> [ˈtɛmpo, πλ ˈtempi] ΟΥΣ ουδ
1. Tempo (Geschwindigkeit):
Tem·po1 <-s, -s [o. ειδικ ορολ Tempi]> [ˈtɛmpo, πλ ˈtempi] ΟΥΣ ουδ
1. Tempo (Geschwindigkeit):
Tem·po-30-Zo·ne [-ˈdraisɪg-] ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.