στο λεξικό PONS
I. po·si·tiv [ˈpo:ziti:f] ΕΠΊΘ
2. positiv τυπικ:
- positiv
-
- positiv
-
4. positiv ΦΥΣ, ΗΛΕΚ:
- positiv
-
II. po·si·tiv [ˈpo:ziti:f] ΕΠΊΡΡ
Po·si·tiv2 <-s, -e> [ˈpo:ziti:f] ΟΥΣ αρσ ΓΛΩΣΣ
- Positiv
-
- Rhesusfaktor positiv/negativ
-
-
- Rhesusfaktor positiv
-
- positiv
-
- positiv
- to impress sb favourably
- jdn positiv beeindrucken
-
- positiv
-
- positiv
-
- positiv
-
- positiv
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.