στο λεξικό PONS
Pla·ner(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Planer(in)
-
Plan <-[e]s, Pläne> [pla:n, πλ ˈplɛ:nə] ΟΥΣ αρσ
1. Plan (geplantes Vorgehen):
2. Plan meist πλ (Absicht):
5. Plan ΝΟΜ:
- Realisierung Idee, Plan
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Long Term Performance-Plan ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.