στο λεξικό PONS
Druck1 <-[e]s, Drücke> [drʊk, πλ ˈdrʏkə] ΟΥΣ αρσ
2. Druck kein πλ (Zwang):
3. Druck (drückendes Gefühl):
4. Druck (das Drücken):
ιδιωτισμοί:
Druck2 <-[e]s, -e> [drʊk] ΟΥΣ αρσ
1. Druck ΤΥΠΟΓΡ (das Drucken):
2. Druck ΤΥΠΟΓΡ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Performance-Druck ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.