Be·haup·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Behauptung (unbewiesene Äußerung):
2. Behauptung (Durchsetzen):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.