I. be·harr·lich ΕΠΊΘ
-
- beharrlich
-
- beharrlich
-
- beharrlich
-
- beharrlich
- stolid silence, determination
- beharrlich
-
- beharrlich
-
- beharrlich
-
- beharrlich
-
- beharrlich
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.