Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
roi [ʀwa] ΟΥΣ αρσ
1. roi (souverain):
2. roi (sans rival en son genre):
4. roi ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ (aux cartes, échecs):
-
- Rois αρσ πλ
στο λεξικό PONS
roi [ʀwa] ΟΥΣ αρσ
ιδιωτισμοί:
roi [ʀwa] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.