στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. office [βρετ ˈɒfɪs, αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs] ΟΥΣ
1. office (room or place of work):
2. office (position):
II. offices ΟΥΣ npl
I. junior [βρετ ˈdʒuːnɪə, αμερικ ˈdʒunjər] ΕΠΊΘ
II. junior [βρετ ˈdʒuːnɪə, αμερικ ˈdʒunjər] ΟΥΣ
1. junior (younger person):
2. junior (low-ranking worker):
-
- subalterno αρσ
3. junior βρετ ΣΧΟΛ:
4. junior αμερικ ΠΑΝΕΠ:
6. junior βρετ → junior doctor
7. junior βρετ → junior minister
στο λεξικό PONS
office [ˈɑ:·fɪs] ΟΥΣ
1. office of a company:
2. office ΠΟΛΙΤ (authoritative position):
I. junior [ˈdʒu:n·jɚ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.