στο λεξικό PONS
qual·ity as·ˈsur·ance ΟΥΣ no pl
as·sur·ance [əˈʃʊərən(t)s, αμερικ -ˈʃʊr-] ΟΥΣ
1. assurance (self-confidence):
2. assurance (promise):
3. assurance βρετ (insurance):
I. qual·ity [ˈkwɒləti, αμερικ ˈkwɑ:lət̬i] ΟΥΣ
1. quality (standard):
2. quality (character):
3. quality (feature):
II. qual·ity [ˈkwɒləti, αμερικ ˈkwɑ:lət̬i] ΟΥΣ modifier
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
assurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.