στο λεξικό PONS
QA [ˌkju:ˈeɪ] ΟΥΣ no pl
QA συντομογραφία: quality assurance
- QA
- QA θηλ
quality assurance ΟΥΣ CTRL
qual·ity as·ˈsur·ance ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
QA ΟΥΣ
QA συντομογραφία: Quality Assurance CTRL
- QA (Qualitätssicherung)
- QA θηλ
- QA (Qualitätssicherung)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.