στο λεξικό PONS
pri·vate ˈsec·re·tary ΟΥΣ, PS ΟΥΣ
sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
1. secretary (office assistant):
2. secretary ΟΙΚΟΝ:
3. secretary βρετ (assistant ambassador):
4. secretary ΠΟΛΙΤ:
- secretary βρετ
-
Sec·re·tary [ˈsekrətəri, αμερικ -teri] ΟΥΣ
I. pri·vate [ˈpraɪvɪt, αμερικ -vət] ΕΠΊΘ
1. private αμετάβλ (personal):
2. private (not open to public):
4. private (not social):
6. private αμετάβλ (not governmental):
II. pri·vate [ˈpraɪvɪt, αμερικ -vət] ΟΥΣ
1. private no pl (not in public):
2. private οικ (genitals):
- privates pl
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.