στο λεξικό PONS
ˈshare·hold·er ΟΥΣ
I. pri·vate [ˈpraɪvɪt, αμερικ -vət] ΕΠΊΘ
1. private αμετάβλ (personal):
2. private (not open to public):
4. private (not social):
6. private αμετάβλ (not governmental):
II. pri·vate [ˈpraɪvɪt, αμερικ -vət] ΟΥΣ
1. private no pl (not in public):
2. private οικ (genitals):
- privates pl
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
private shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.