στο λεξικό PONS
Eig·ner(in) <-s, -> [ˈaignɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ) τυπικ
- Eigner(in)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Eigner ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Eigner
-
-
- (Anteils)Eigner αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.