στο λεξικό PONS
ˈpay·ment in·struc·tion ΟΥΣ
in·struc·tion [ɪnˈstrʌkʃən] ΟΥΣ
1. instruction usu pl (order):
-  to have instructions [or sb's instructions are] to do sth
-  
-  to carry out sb's instructions
-  
-  to give sb instructions
-  jdm Anweisungen geben
2. instruction no pl (teaching):
3. instruction (directions):
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
payment instruction ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-  
-  Abrechnung θηλ
-  
-  Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
