στο λεξικό PONS
mar·ket be·ˈhav·iour ΟΥΣ
be·ˈhav·ior ΟΥΣ αμερικ
behavior → behaviour
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ no pl
II. be·hav·iour, αμερικ be·hav·ior [bɪˈheɪvjəʳ, αμερικ -vjɚ] ΟΥΣ modifier
behaviour (pattern):
I. mar·ket [ˈmɑ:kɪt, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ
1. market (place):
2. market (demand):
3. market (trade):
4. market (customers):
II. mar·ket [ˈmɑ:kɪt, αμερικ ˈmɑ:r-] ΟΥΣ modifier
market ΡΉΜΑ
-  
-  etw vertreiben
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
market behaviour ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
market ΡΉΜΑ μεταβ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
market ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
