στο λεξικό PONS
in·dem·nity lia·ˈbil·ity ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
in·dem·ni·ty [ɪnˈdemnəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ τυπικ
1. indemnity no pl:
2. indemnity:
3. indemnity ΝΟΜ:
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
indemnity liability ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- indelible
- indelibly
- indelicacy
- indelicate
- in demand
- indemnity liability
- indemnity payment
- indent
- indentation
- indention
- indent style