στο λεξικό PONS
con·se·quence [ˈkɒn(t)sɪkwən(t)s, αμερικ ˈkɑ:n(t)-] ΟΥΣ
1. consequence (result):
2. consequence no pl:
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
consequence ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
economic consequences
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.