στο λεξικό PONS
eco·nom·ic ˈarea ΟΥΣ
Euro·pean Eco·nom·ic ˈArea ΟΥΣ, EEA ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
area [ˈeəriə, αμερικ ˈeri-] ΟΥΣ
1. area (region):
2. area ΑΝΑΤ:
3. area ΕΜΠΌΡ:
4. area (subject field):
5. area (surface measure):
eco·nom·ic [ˌi:kəˈnɒmɪk, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΘ
1. economic προσδιορ, αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
2. economic (profitable):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
economic area ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
European Economic Area ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
economic ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
economic ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.