στο λεξικό PONS
eco·nomi·cal·ly [ˌi:kəˈnɒmɪkəli, αμερικ -ˈnɑ:m-] ΕΠΊΡΡ
1. economically (thriftily):
2. economically αμετάβλ ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
I. ac·tive [ˈæktɪv] ΕΠΊΘ
1. active (not idle):
2. active (not passive):
4. active (radioactive):
7. active ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
non-economically active population
economically active population, working population ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
economically active
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.