στο λεξικό PONS
I. e-com·merce [ˌi:ˈkɒmɜ:s, αμερικ -ˈkɑ:mɜ:rs] electronic commerce ΟΥΣ no pl
II. e-com·merce [ˌi:ˈkɒmɜ:s, αμερικ -ˈkɑ:mɜ:rs] electronic commerce ΟΥΣ modifier
elec·tron·ic ˈcom·merce ΟΥΣ no pl ΔΙΑΔ
e-commerce ΟΥΣ
-
- Internethandel αρσ
I. elek·tro·nisch [elɛkˈtro:nɪʃ] ΕΠΊΘ
II. elek·tro·nisch [elɛkˈtro:nɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
e-commerce ΟΥΣ
E-Commerce ΟΥΣ αρσ E-COMM
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.