στο λεξικό PONS
Dienst·leis·tung <-, en> ΟΥΣ θηλ
1. Dienstleistung meist πλ ΟΙΚΟΝ:
- Dienstleistung
- services πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Dienstleistung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Dienstleistung
-
faktorbezogene Dienstleistung phrase ΛΟΓΙΣΤ
- faktorbezogene Dienstleistung
-
Asset-Management-Dienstleistung ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Asset-Management-Dienstleistung
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Dienstleistung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- Bereitstellung von Dienstleistung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.