στο λεξικό PONS
dou·ble-ˈbar·relled, αμερικ dou·ble-ˈbar·reled ΕΠΊΘ
1. double-barrelled (having two barrels):
2. double-barrelled αμερικ, αυστραλ (having two purposes):
3. double-barrelled esp βρετ (hyphenated):
Dop·pel·na·me <-ns, -n> ΟΥΣ αρσ
Zwil·ling <-s, -e> [ˈtsvɪlɪŋ] ΟΥΣ αρσ
1. Zwilling (meist pl):
An·ga·be <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Angabe meist πλ (Mitteilung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
double-barrelled ΕΠΊΘ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dotted line
- dotted swiss
- dottiness
- dotty
- double
- double-barrelled
- double bass
- double bassoon
- double bed
- double bedroom
- double bill