I. zwei·deu·tig [ˈtsvaidɔytɪç] ΕΠΊΘ
- zweideutig
-
- zweideutig (anrüchig)
-
II. zwei·deu·tig [ˈtsvaidɔytɪç] ΕΠΊΡΡ
-
- zweideutig
- insinuating (implying sth salacious)
- zweideutig
-
- zweideutig
-
- zweideutig
- backhanded manner
- zweideutig
-
- zweideutig
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.