στο λεξικό PONS
dou·ble-ˈedged ΕΠΊΘ
1. double-edged μτφ (negative and positive):
- double-edged
- zweischneidig μτφ
2. double-edged (two cutting edges):
- double-edged sword
-
gilt-edged se·ˈcur·ities ΟΥΣ
gilt-edged securities πλ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
gilt-edged ˈstocks ΟΥΣ
gilt-edged stocks πλ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gilt-edged securities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- gilt-edged securities
-
competitive edge ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
edge line ΥΠΟΔΟΜΉ
edge marking ΥΠΟΔΟΜΉ
straight edge
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.