στο λεξικό PONS
I. mün·del·si·cher ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
II. mün·del·si·cher ΕΠΊΡΡ
-
- mündelsichere Wertpapiere
-
- mündelsichere Staatspapiere
-
- mündelsichere Staatspapiere
-
- mündelsichere Staatspapiere
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.