στο λεξικό PONS
gilts [gɪlts] ΟΥΣ
gilts πλ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- gilts
-
gilt-edged se·ˈcur·ities ΟΥΣ
gilt-edged securities πλ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
gilt-edged ˈstocks ΟΥΣ
gilt-edged stocks πλ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
gilts ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- gilts
-
gilt-edged securities ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.