στο λεξικό PONS
I. mün·del·si·cher ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
II. mün·del·si·cher ΕΠΊΡΡ
Wert·pa·pier <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
Wertpapier ΟΥΣ
-
- investments ουσ πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
mündelsicheres Wertpapier phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Mundartdichtung
- Mundartgedicht
- mundartlich
- Mundartwörterbuch
- Mundatmung
- mündelsicheres Wertpapier
- Mündelsicherheit
- munden
- münden
- mundfaul
- mundgerecht