στο λεξικό PONS
mon·etary [ˈmʌnɪtəri, αμερικ ˈmɑ:nəteri] ΕΠΊΘ αμετάβλ ΟΙΚΟΝ
dis·cre·tion·ary [dɪˈskreʃənəri, αμερικ -eri] ΕΠΊΘ τυπικ
poli·cy1 [ˈpɒləsi, αμερικ ˈpɑ:-] ΟΥΣ
1. policy:
2. policy no pl:
discretionary
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
discretionary monetary policy ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
monetary ΕΠΊΘ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- discrepancy
- discrepant
- discrete
- discreteness stipulation
- discrete-time
- discretionary monetary policy
- discretionary order
- discriminant
- discriminate
- discriminating
- discrimination