στο λεξικό PONS
In·stru·men·ta·ri·um <-, -rien> [ɪnstrumɛnˈta:ri̯ʊm, πλ ɪnstrumɛnˈta:ri̯ən] ΟΥΣ ουδ τυπικ
1. Instrumentarium (Gesamtheit der Ausrüstung):
2. Instrumentarium ΜΟΥΣ:
- Instrumentarium
-
-
- Instrumentarium ουδ <-s, -ri·en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Analyse-Instrumentarium ΟΥΣ ουδ CTRL
- Analyse-Instrumentarium
-
geldpolitisches Instrumentarium phrase ΚΡΆΤΟς
- geldpolitisches Instrumentarium
-
-
- Analyse-Instrumentarium ουδ
-
- geldpolitisches Instrumentarium ουδ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.