στο λεξικό PONS
cut·ting ˈedge ΟΥΣ
2. cutting edge no pl (latest stage):
3. cutting edge no pl (person):
I. ˈcost-cut·ting ΕΠΊΘ προσδιορ
II. ˈcost-cut·ting ΟΥΣ
I. cut·ting [ˈkʌtɪŋ, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
1. cutting ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
ˈcarb-cut·ting ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ αμερικ οικ
carb-cutting συντομογραφία: carbohydrate-cutting diet
ˈcut·ting matt ΟΥΣ (for paper cutting etc.)
-
- Schneidematte θηλ
ˈprice cut·ting ΟΥΣ
ˈpress cut·ting ΟΥΣ
ˈpa·per cut·ting ΟΥΣ no pl
1. paper cutting (activity):
2. paper cutting (the art as such):
ˈrail·way cut·ting ΟΥΣ
-
- Durchstich αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
tax cutting effect ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
price-cutting ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
cutting site, restriction site ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
corner cutting ΟΔ ΑΣΦ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈcut·ting flu·id ΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΚΉ
ˈmet·al-cut·ting shears ΟΥΣ πλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.