στο λεξικό PONS
I. dump [dʌmp] ΟΥΣ
1. dump μτφ μειωτ:
2. dump (storage place):
3. dump Η/Υ:
II. dump [dʌmp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dump waste:
2. dump (put down carelessly):
3. dump οικ (abandon):
6. dump ΟΙΚΟΝ (sell):
III. dump [dʌmp] ΡΉΜΑ αμετάβ
2. dump esp αμερικ οικ (treat unfairly):
I. acid [ˈæsɪd] ΟΥΣ
1. acid ΧΗΜ:
dump ΟΥΣ
- dump Η/Υ
- Speicherauszug αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
acid dumping ΟΥΣ
I | dump |
---|---|
you | dump |
he/she/it | dumps |
we | dump |
you | dump |
they | dump |
I | dumped |
---|---|
you | dumped |
he/she/it | dumped |
we | dumped |
you | dumped |
they | dumped |
I | have | dumped |
---|---|---|
you | have | dumped |
he/she/it | has | dumped |
we | have | dumped |
you | have | dumped |
they | have | dumped |
I | had | dumped |
---|---|---|
you | had | dumped |
he/she/it | had | dumped |
we | had | dumped |
you | had | dumped |
they | had | dumped |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Achilles tendon
- aching
- achingly
- achy
- acid
- acid dumping
- acid-fast
- acid head
- acid house
- acidic
- acidic conditions