στο λεξικό PONS
stun·ner [ˈstʌnəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
ad·just·able ˈspan·ner ΟΥΣ βρετ, αυστραλ ΟΥΣ
ban·ner ˈhead·line ΟΥΣ
in·ner [ˈɪnəʳ, αμερικ -ɚ] ΕΠΊΘ αμετάβλ, usu προσδιορ
1. inner (interior):
ˈin·ner-city ΕΠΊΘ
in·ner ˈsole ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
inner-city ΕΠΊΘ ΑΚΊΝ
manner of execution ΟΥΣ ΑΚΊΝ
-
- Ausführungsart θηλ
investment planner ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
book runner ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Bookrunner αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
red runner, red light runner ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.